- ἀκρατοφόρον
- ἀκρατοφόροςvessel for pure winemasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀκρατοφόρον — Ἀκρατοφόρος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρατοφόρος — Προσωνυμία του Διονύσου, που τον λάτρευαν στη Φιγαλία με αυτό το επώνυμο. Α. λεγόταν επίσης ένα μεγάλο σφαιρικό πήλινο αγγείο, που περιείχε τον άκρατο οίνο. Το αγγείο αυτό ονομαζόταν και ψυκτήρ και το χρησιμοποιούσαν κυρίως στα συμπόσια. * * *… … Dictionary of Greek